- ημπορώ
- και μπορώ (Μ ἠμπορῶ και μπορῶ και ἐμπορῶ)1. έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να πραγματοποιήσω κάτι2. κατορθώνω, πετυχαίνω κάτι3. μού είναι εύκολο να κάνω κάτι, έχω την ευχέρεια για κάτι4. αντέχω, έχω την ψυχική δύναμη να κάνω κάτι5. έχω το δικαίωμα ή την εξουσία να κάνω κάτι6. ξέρω, γνωρίζω, κατέχω («τὶ νὰ λέγω οὐκ ἐμπορῶ», Αχιλλ.)7. (ως απρόσ.) α) (η)μπορείείναι ενδεχόμενο, είναι δυνατόν, είναι πιθανόν, δεν αποκλείεταιβ) (συν. με άρν.) δεν (η)μπορείδεν είναι δυνατόν, δεν είναι γραφτό, είναι απίθανο, αποκλείεται («οὐδὲν ἐμπορεῑ νὰ τὴν δώσωμεν», Σφρ.)8. φρ. «δεν (η)μπορώ» — είμαι άρρωστος, είμαι ανήμπορος, δεν έχω δυνάμεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μπορώ].
Dictionary of Greek. 2013.